- κατευημερώ
- κατευημερῶ, -έω (AM)(επιτ. τ. τού ευημερώ) υπερβαίνω κάποιον κατά την ευημερία, κατά την ευδοκίμησηαρχ.χαίρω τιμής και υπολήψεως, έχω καλό όνομα («ὅτι τῆς πρεσβείας ὢν ἡγεμὼν ἐγώ, καὶ κατευημερηκῶς παρ' ὑμῑν», Αισχίν.).
Dictionary of Greek. 2013.